- γλυκοκουβεντιάζω
- αμετ. сладко, нежно говорить, разговаривать; вести любовный разговор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοκουβεντιάζω — 1. συζητώ με φιλοφροσύνη 2. συζητώ με ερωτική διάθεση … Dictionary of Greek